Τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν την Ελλάδα και την πρόκληση τροχαίων ατυχημάτων λόγω χρήσης αλκοόλ είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. Συγκεκριμένα, κάθε χρόνο σημειώνονται 2.000 θάνατοι και υπάρχουν 4.000 βαριά και 30.000 ελαφρά τραυματισμένοι από ατυχήματα που συμβαίνουν εξαιτίας της κατάχρησης αλκοόλ. Το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Επίσης, “καμπανάκι” κινδύνου είναι ότι το 30 % των τροχαίων ατυχημάτων στην Ελλάδα είναι παιδιά.
Ποσοστά υποτροπίασης
Εξαιρετικά ανησυχητικά είναι τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας που δείχνουν ότι το αλκοόλ αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα νοσηρότητας στην Ευρώπη σήμερα, κάτι που καθιστά την ανάγκη για προσοχή και κατάλληλη ενημέρωση ιδιαίτερα επιτακτική.
Ειδικότερα, πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από την εταιρεία ερευνών Cegedim Strategic Data με την υποστήριξη της φαρμακευτικής εταιρείας Lundbeck σε συνεργασία με γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων στη χώρα, έφερε στο φως σκοτεινές πτυχές της υπερκατανάλωσης του αλκοόλ, συνδέοντας το με σοβαρά προβλήματα υγείας αλλά και σοβαρή ψυχική και σωματική εξάρτηση.
Συγκεκριμένα, όπως προέκυψε από τα αποτελέσματα της έρευνας, το 70% των ατόμων που είναι εξαρτημένοι από το αλκοόλ δεν ακολουθούν τις συμβουλές των γιατρών για περαιτέρω αξιολόγηση και θεραπεία από κάποιον ειδικό. Επίσης 3 στους 4 εξαρτημένους από το αλκοόλ, αγνοούν την κατάσταση τους και η εξάρτηση αποκαλύπτεται τυχαία όταν επισκέπτονται τον γιατρό για άλλα προβλήματα υγείας.
Ωστόσο, σύμφωνα με την έρευνα, τα πράγματα είναι δύσκολα και για εκείνους που αποφασίζουν να ζητήσουν βοήθεια για να απεξαρτηθούν από το αλκοόλ, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, από εκείνους που λαμβάνουν θεραπεία, το 44% υποτροπιάζει μέσα σε διάστημα περίπου 10 μηνών και καταναλώνει εκ νέου αλκοόλ.
Οπως αναφέρει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) η εξάρτηση από το αλκοόλ είναι κυρίως νόσος του εγκεφάλου, συχνά προοδευτική, η οποία μπορεί να αποβεί μοιραία, ενώ ως επικίνδυνη κατανάλωση αλκοόλης χαρακτηρίζει εκείνη που ξεπερνάει τα 40 gr ημερησίως για τις γυναίκες και τα 60 gr για τους άνδρες.
Κατανάλωση αλκοόλ στην Ελλάδα
Η κατανάλωση αλκοόλ στη χώρα μας κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε Έλληνας πίνει κατά μέσο όρο 10,3 λίτρα αλκοόλ, νούμερο που αντιστοιχεί σε 14 μπουκάλια κρασί. Ο αριθμός αυτός κατατάσσει την Ελλάδα στη δεύτερη ζώνη σε βαρύτητα κατανάλωσης οινοπνεύματος, ξεπερνώντας χώρες όπως οι ΗΠΑ. Ανησυχητικό είναι και το γεγονός ότι οι νέοι καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ.
Στην ετήσια έκθεση Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για το 2012, οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, σημειώνοντας ότι τη χρονιά αυτή καταγράφηκαν 3,3 εκατομμύρια θάνατοι που συνδέονται με την υπερκατανάλωση αλκοόλ παγκοσμίως.
Τα στοιχεία της έκθεσης που αφορούν την Ελλάδα δείχνουν ότι διαχρονικά υπάρχει μία σταθεροποίηση στην κατανάλωση αλκοόλ από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 έως και το 2010. Η χώρα μας βρίσκεται περίπου στον μέσο ευρωπαϊκό όρο, κατέχοντας την 28η θέση ανάμεσα σε 53 ευρωπαϊκές χώρες.
Από την άλλη, περιλαμβάνεται στη δεύτερη ζώνη ως προς την κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ, από τις έξι ζώνες που χρησιμοποιούνται από τον ΠΟΥ ως βάση μέτρησης.
Το 47% των Ελλήνων δηλώνουν ότι πίνουν κυρίως κρασί, το 28% μπίρα και το 24% ποτά με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, όπως ουίσκι και βότκα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τρεις στους πέντε μαθητές ηλικίας 13 έως 19 ετών στην Ελλάδα δηλώνουν ότι έχουν πιει κάποιο οινοπνευματώδες ποτό τον τελευταίο μήνα. Ένας στους τρεις δηλώνουν ότι ήπιε πάνω από δέκα φορές, δηλαδή με συχνότητα πάνω από δύο φορές την εβδομάδα.
Τα είδη ποτών στα οποία έχουν μεγαλύτερη προτίμηση είναι το κρασί (7,1%), η μπύρα (43,3%), τα «βαριά» ποτά (42,3%) και τα προσυσκευασμένα αλκοολούχα αναψυκτικά (alcopops) με 37,1%.
Επίσης, από το 1984 έως το 2011 είχε παρατηρηθεί μία τάση μείωσης της κατανάλωσης αλκοόλ στους νέους, η οποία, όμως, φαίνεται να αντιστρέφεται τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ).
Οι επιστήμονες του ΠΟΥ αναδεικνύουν την ανάγκη να ληφθούν περισσότερα μέτρα για την πρόληψη των επιπτώσεων από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Ορισμένες χώρες -σημειώνουν- έχουν ήδη προχωρήσει στη λήψη ειδικών μέτρων, όπως η αύξηση της φορολογίας και του ορίου ηλικίας για την κατανάλωση.
Αναδεικνύουν την ανάγκη ανάπτυξης εθνικών πολιτικών, την επαγρύπνηση των κυβερνήσεων και τη συμμετοχή των συστημάτων Υγείας στην πρόληψη, τη θεραπεία και τη φροντίδα των «ασθενών» και των οικογενειών τους.
Ενδεικτική είναι η επισήμανση ότι -κατά μέσο όρο- κάθε άτομο άνω των 15 ετών πίνει ετησίως 6,2 λίτρα καθαρού αλκοόλ. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι μόλις το 38,3% του παγκόσμιου πληθυσμού καταναλώνει οινοπνευματούχα ποτά, η πραγματική μέση κατανάλωση ξεπερνά τα 17 λίτρα τον χρόνο.